ποτιδόρπιος

ποτιδόρπιος
ποτιδόρπιος, ον, [dialect] Ep. form of προσδ- (which is not found),
A of or serving for supper, ὄβριμον ἄχθος ὕλης . . , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη that it might serve to dress his supper, Od.9.234, cf. 249;

ὕδωρ A.R.1.1209

; τὰ π., = τὰ προσσίτια, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποτιδόρπιος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο 2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα… …   Dictionary of Greek

  • ποτιδόρπιον — ποτιδόρπιος of masc/fem acc sg ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιδόρπια — ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”